- φέρβω
- Α(ποιητ. τ.)1. τρέφω («ποιμὴν... φέρβειν βοτά», Ευρ.)2. (ενεργκαι μέσ.) έχω («κεστρέα δ'... ἀκούω φέρβειν πρηΰτατόν τε δικαιότατόν τε νόημα», Οππ.)3. μτφ. διασώζω, διατηρώ («μουνογενὴς δὲ πάϊς οἶκον πατρώϊον εἴη φερβέμεν», Ησίοδ.)4. μέσ. φέρβομαια) τρώω, καταναλώνω («ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα φέρβεται», Ιπποκρ.β) ζω, υπάρχωγ) μτφ. προσλαμβάνω («φερβόμενοι... σοφίαν», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό κυρίως ρ., αβέβαιης ετυμολ., το οποίο, κατά μία άποψη, μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. bharvati «μασά, καταβροχθίζει» και το αβεστ. aš-baourva- «μέρος όπου υπάρχει πολλή τροφή» (πρβλ. αβεστ. baoirya «σκληρός, αυτός που πρέπει κανείς να τόν μασήσει») και να αναχθεί μαζί με αυτούς σε μία ΙΕ ρίζα *bher- με εναλλαγή στα επιθήματα: *-w- για τον αρχ. ινδ. και αβεστ. τ. και *-gw- για το ρ. φέρβω, όπως αποδεικνύεται από τους μυκηναϊκούς τ. ipo-poqoi = ἱππ-φορβός, poqe-wija = *φοργw-νFιᾱ (βλ. λ. φορβειά). Η σύνδεση με το λατ. herba «χλόη» δεν θεωρείται πιθανή. Το ρ. φέρβω είχε αρχική σημ. «τρέφω τα ζώα στον στάβλο» και διακρινόταν από το ρ. βόσκω «τρέφω ζώα σε λιβάδι» και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε με τη γενικότερη σημ. «τρώγω» και με άλλες μτφ. σημ. «σώζω, διατηρώ», «έχω, κατέχω». Αξιοσημείωτη είναι η σημασιολογική εξέλιξη που παρατηρείται στον τ. φορβειά «καπίστρι, σχοινί με το οποίο δένονται τα ζώα στο παχνί για να φάνε» σε σχέση με τη σημ. «τρέφω» τού ρ. (για ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη βλ. λ. φάτνη)].
Dictionary of Greek. 2013.